ολβιοπολιτικός

ολβιοπολιτικός
ὀλβιοπολιτικός, -ή, -όν (Α) [Ολβιοπολίται]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ολβιοπολίτας, δηλ. τους κατοίκους τής πόλεως Ολβίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”